Η αειφόρος δόμηση είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού λειτουργικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών και ποιοτικών παραμέτρων για την ανέγερση και την ανακαίνιση κτιρίων και δομημένου περιβάλλοντος τα οποία να είναι ελκυστικά, ανθεκτικά, λειτουργικά, προσιτά και να προσφέρουν άνετες και υγιεινές συνθήκες διαβίωσης και χρήσης, προάγοντας την ευημερία όλων όσοι κατοικούν σ’ αυτά.
Η κακή μελέτη και μέθοδοι δόμησης μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την υγεία των ενοίκων (οι Ευρωπαίοι περνούν περίπου το 90% του χρόνου τους στο εσωτερικό κάποιου κτιρίου) καθώς και το περιβάλλον (κατανάλωση ενέργειας για τη θέρμανση και το φωτισμό, που προκαλεί το 35% του συνόλου των εκπομπών αερίου φαινομένου θερμοκηπίου· παραγωγή 45 εκατομμυρίων τόνων αποβλήτων κατασκευών και κατεδαφίσεων ετησίως).
Τα μελλοντικά κτίρια πρέπει να είναι αποδοτικά ως προς τους πόρους, ειδικότερα την ενέργεια, τα υλικά και το νερό, να χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να προμηθεύονται ελάχιστη εξωτερική ενέργεια.
Τα όμβρια και τα υπόγεια ύδατα πρέπει να αξιοποιούνται κατάλληλα, να διαχειρίζονται σωστά τα υγρά απόβλητα και κατά τη κατασκευή / συντήρησή τους,να χρησιμοποιούνται οικοδομικά υλικά, φιλικά στο περιβάλλον, που ανακυκλώνονται εύκολα ή επαναχρησιμοποιούνται. Τα κτίρια πρέπει να προσαρμόζονται στο τοπικό κλίμα και στον περιβάλλοντα χώρο, να σέβονται την τοπική πολιτιστική κληρονομιά και να είναι προσιτά όσον αφορά τη κτήση τους αλλά και το κόστος λειτουργίας στη συνέχεια.
Για την επίτευξη του αποτελέσματος απαιτείται η αρμονική συνεργασία των ιδιοκτητών των οικοπέδων, των μηχανικών, των κατασκευαστών, των Αρχών και της τοπικής κοινωνίας.
Είναι γεγονός ότι στον κτηριακό τομέα στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες παρατηρείται σημαντική υστέρηση σε ότι αφορά την ενεργειακή απόδοση, παρά το γεγονός ότι υπάρχει τεχνογνωσία δόμησης σύμφωνα με τις αρχές της αειφορίας και του οικολογικού σχεδιασμού. Ο αντίκτυπος της αειφόρου δόμησης δεν είναι αισθητός προς το παρόν αφού ο ρυθμός αντικατάστασης των υπαρχόντων κτιρίων (0,5 έως 2% ετησίως) είναι αργός.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ενισχύσει τις θεσμικές ρυθμίσεις με δέσμη κοινοτικών Οδηγιών, που αφορούν κυρίως στα κτίρια, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα στον τρόπο μελέτης, κατασκευής, ανακαίνισης και κατεδάφισής τους που θα επιφέρουν σημαντικές βελτιώσεις στις περιβαλλοντικές και οικονομικές επιδόσεις των πόλεων και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων τους.
Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ωστόσο υιοθετήσει ικανά προγράμματα αειφόρου δόμησης, σε συνδυασμό με σχετικά προγράμματα δράσης και ενσωμάτωσαν στους εθνικούς Γ.Ο.Κ. νέα πρότυπα και κανονισμούς, ακολουθώντας μια προσέγγιση που βασίζεται στην απόδοση παρά στην περιγραφή συγκεκριμένων προς εφαρμογή τεχνικών ή λύσεων, ενώ έχουν θέσει τις δικές τους απαιτήσεις στην αγορά και τη χρήση των κονδυλίων του δημοσίου για την κατασκευή κατοικιών ή άλλων δημοσίων έργων.
Αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των υπαρχόντων κτιρίων δεδομένου ότι μόνο με τη θερμομόνωση των παλαιότερων κτιρίων στην Ευρώπη μπορεί να μειωθούν οι εκπομπές CO2 και το αντίστοιχο ενεργειακό κόστος κατά 42%.
Βεβαίως η ανακαίνιση, όπου εστιάζονται όλες οι προσπάθειες, είναι πιο σύνθετη διαδικασία, η οποία όμως παρουσιάζει αρκετά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα διότι διατηρούνται η ενέργεια και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν και αποδεδειγμένα θα επιφέρει σημαντική βελτίωση στις περιβαλλοντικές επιδόσεις των πόλεων και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων έως τα μέσα της τρέχουσας εκατονταετίας.
Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και οι τοπικές αρχές οφείλουν να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν ένα εθνικό πρόγραμμα αειφόρου δόμησης και να θέσουν υψηλές απαιτήσεις απόδοσης με βάση ευρωπαϊκά εναρμονισμένα πρότυπα, ενώ παράλληλα, οι τοπικές αρχές και το δημόσιο ενθαρρύνονται να εισαγάγουν και να εφαρμόσουν απαιτήσεις σε ότι αφορά την αειφορία στις διαδικασίες προκήρυξης διαγωνισμών για κτίρια και άλλα κατασκευαστικά έργα και στη χρήση των δημοσίων κονδυλίων σε κτίρια και τέτοια έργα. Ενθαρρύνονται επίσης να δημιουργήσουν φορολογικά κίνητρα για κτίρια περισσότερο σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας.
H Ελλάδα διαθέτει σημαντικό όγκο παλαιών κτηρίων μη ενεργειακά αποδοτικών, αυτό σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού έχει οδηγήσει σε παράλογες λύσεις όπως η επιδότηση των ορυκτών καυσίμων αντί να δοθεί βάρος στη διευκόλυνση για μετατροπή των κατοικιών σε ενεργειακά βιώσιμες. Μέσω παρεμβάσεων στον ΚΟΚ και κινήτρων μπορεί να καλυφθεί μερικώς το χαμένο έδαφος.