Σήμερα με τον όρο τυποποίηση (standardization) εννοούμε μια δραστηριότητα που δίνει λύσεις για επαναλαμβανόμενη εφαρμογή σε προβλήματα επιστημονικά, τεχνολογικά ή οικονομικά και αποσκοπεί στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Γενικά, η τυποποίηση περιλαμβάνει τις διαδικασίες της σύνταξης, της έκδοσης και της εθνικής μεταφοράς προτύπων.
Αποτέλεσμα της τυποποίησης σε εθνικό, ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο είναι η έκδοση τυποποιητικών έγγραφων. Ως τέτοια νοούνται τα πρότυπα, οι τεχνικές προδιαγραφές, οι κώδικες πρακτικής, οι κανονισμοί και οι τεχνικοί κανονισμοί, όπως αναλυτικά προσδιορίζονται στο ευρωπαϊκό πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 45020:
«Πρότυπο» είναι το έγγραφο που έχει καθιερωθεί με συναίνεση και έχει εγκριθεί από έναν αναγνωρισμένο φορέα, παρέχει, για κοινή και επαναλαμβανόμενη χρήση, κανόνες, κατευθυντήριες οδηγίες ή χαρακτηριστικά, για δραστηριότητες ή τα αποτελέσματά τους και αποσκοπεί στην επίτευξη του βέλτιστου βαθμού τάξης σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο εφαρμογής. Ως αναγνωρισμένοι φορείς νοούνται οι εθνικοί οργανισμοί τυποποίησης. Κάθε πρότυπο είναι προαιρετικής εφαρμογής, εκτός εάν νομοθετικές ή άλλες διατάξεις το καθιστούν υποχρεωτικής εφαρμογής.
«Τεχνική προδιαγραφή» είναι το έγγραφο που καθορίζει τις τεχνικές απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιεί ένα προϊόν, μια διεργασία ή υπηρεσία.
«Κώδικας πρακτικής» είναι το τυποποιητικό έγγραφο που περιλαμβάνει πρακτικές ή διαδικασίες για το σχεδιασμό, την κατασκευή, την εγκατάσταση, τη συντήρηση ή τη χρήση εξοπλισμού, κατασκευών ή προϊόντων.
«Κανονισμός» είναι το έγγραφο που περιέχει υποχρεωτικούς νομοθετικούς κανόνες και υιοθετείται από μια Αρχή.
«Τεχνικός κανονισμός» είναι ο κανονισμός που περιέχει τεχνικές απαιτήσεις, είτε άμεσα ή με αναφορά ή με ενσωμάτωση του περιεχομένου ενός προτύπου, μιας τεχνικής προδιαγραφής ή ενός κώδικα πρακτικής.
Ένας τεχνικός κανονισμός μπορεί να συνοδεύεται από τεχνικές υποδείξεις που περιγράφουν τον τρόπο συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του Κανονισμού, δηλαδή τη διαδικασία που τεκμαίρει την ικανοποίηση της απαίτησης.
Για να γίνει ένα πρότυπο ευρωπαϊκό (EN), πρέπει να εκδοθεί από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης (ΕΟΤ).
Η τυποποίηση προκύπτει από την εθελοντική συνεργασία μεταξύ της βιομηχανίας, των επιχειρήσεων, των δημόσιων αρχών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών (ερευνητικές κοινότητες, οργανώσεις καταναλωτών, κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί φορείς).
Σε εθνικό επίπεδο, την τυποποίηση διαχειρίζονται οι εθνικοί φορείς τυποποίησης ( όπως ο ΕΛΟΤ), οι οποίοι εκδίδουν και δημοσιεύουν εθνικά πρότυπα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η τυποποίηση συντονίζεται από τρεις επίσημα αναγνωρισμένους ανεξάρτητους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης (CEN, CENELEC, ETSI).
Οι εν λόγω οργανισμοί συνεργάζονται με τους εθνικούς φορείς τυποποίησης, τη βιομηχανία και άλλα σχετικά μέλη ή εταίρους των ευρωπαϊκών οργανισμών τυποποίησης.
Τα ευρωπαϊκά πρότυπα καταρτίζονται συνήθως με πρωτοβουλία των ενδιαφερομένων οι οποίοι θεωρούν αναγκαία την εφαρμογή τους. Σχεδόν το ένα πέμπτο όλων των ευρωπαϊκών προτύπων καταρτίζονται ύστερα από αίτημα τυποποίησης (εντολή) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης.
Μετά την έκδοσή τους τα ευρωπαϊκά πρότυπα μεταφέρονται από τους εθνικούς φορείς τυποποίησης στο εθνικό δίκαιο ως ισοδύναμα εθνικά πρότυπα. Ταυτόχρονα αποσύρονται τα αντιτιθέμενα σε αυτά εθνικά πρότυπα.
O καθορισμός προτύπων και προδιαγραφών διασφαλίζει πέραν της ποιότητας των έργων και τους ίσους όρους ανταγωνισμού κατά την εκτέλεση των έργων.
Στην Ελλάδα η προσπάθεια για καθιέρωση εθνικών προτύπων είναι ημιτελής, αφού πολλά πρότυπα (ΠΕΤΕΠ) δεν έχουν γίνει ΕΤΕΠ μετά πάροδο ακόμη και 10 χρόνων, αυτό είναι αποτέλεσμα της αδράνειας του δημόσιου τομέα και της αδιαφάνειας.