Η παραγωγή οικολογικά πιστοποιημένων χρωμάτων δεν αποτελεί νομοθετική απαίτηση αλλά εθελοντική επιλογή της χρωματοβιομηχανίας προς την κατεύθυνση της καλύτερης ποιότητας περιβάλλοντος και τον περιορισμό ορισμένων ουσιών στο χρώμα. Το γεγονός ότι η χρήση οικολογικών χρωμάτων συμβάλλει στη μείωση της ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα με επακόλουθα οφέλη για το περιβάλλον και την υγεία δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα συμβατικά χρώματα «δαιμονοποιούνται» και καθίστανται αυτόματα επιβλαβή. Ανοίγει όμως ο δρόμος για πρωτοβουλίες παραγωγής φιλικότερων για το περιβάλλον και τους χρήστες προϊόντων, που πολλές φορές υιοθετεί και η νομοθεσία.
Ιδιαίτερα τα χρώματα υδατικής βάσης, που αποτελούν και την συντριπτική πλειονότητα των χρωμάτων εσωτερικής χρήσης, κατά κανόνα δεν υποχρεούνται να φέρουν καμιά σήμανση επικινδυνότητας και ουσιαστικά συγκεντρώνουν λόγω της φύσης τους όλα τα χαρακτηριστικά ενός φιλικού προς τον χρήστη και το περιβάλλον προϊόντος και σε καμμιά περίπτωση επιβλαβούς.
Όσον αφορά τα χρώματα βάσεως διαλύτη που φέρουν σήμανση επικινδυνότητας λόγω της περιεκτικότητάς τους σε επιβλαβείς χημικές ουσίες (διαλύτες), η νομοθεσία:
- Κανονισμός REACH
- Οδηγία 2004/42/ΕΚ για περιορισμό της συνολικής περιεκτικότητας πτητικών οργανικών ενώσεων (ΠΟΕ)
- Κανονισμός CLP
Έχει θέσει κανόνες και όρια που διασφαλίζουν ότι τα παραγόμενα προϊόντα έχουν περιορισμένες επιπτώσεις στο περιβάλλον και ότι ο χρήστης μέσω των πληροφοριών επισήμανσης και των Δελτίων Δεδομένων Ασφαλείας θα λάβει τα απαιτούμενα μέτρα προστασίας.